νοσηλευτή

νοσηλευτή
hastabakıcı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοσηλευτικός — ή, ό [νοσηλεύω] 1. αυτός που αναφέρεται στη νοσηλεία ή αυτός που είναι κατάλληλος για νοσηλεία («νοσηλευτικό ίδρυμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η νοσηλευτική ιατρ. το επάγγελμα τού νοσηλευτή και τής νοσηλεύτριας, που έχει ως αντικείμενο την περίθαλψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”